κτηνόμορφος

κτηνόμορφος
κτηνό-μορφος, tiergestaltig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτηνόμορφος — η, ο (Μ κτηνόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή κτήνους, κτηνώδης στη μορφή, ζωόμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + μορφος (< μορφή)] …   Dictionary of Greek

  • κτηνομέτωπος — κτηνομέτωπος, ον (Μ) αυτός που έχει μέτωπο ή όψη, τη μορφή κτήνους, κτηνόμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + μέτωπος (< μέτωπον)] …   Dictionary of Greek

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”